οφερτόριο

οφερτόριο
το
μουσ. α) μέλος τού ειδικού και μεταβλητού μέρους τής θείας λειτουργίας
β) ειδική ελεύθερη μουσική σύνθεση που προέκυψε από το μέλος αυτό («τα οφερτόρια τού Μότσαρτ»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”